Μουσείο Ασιατικής Τέχνης Κέρκυρας

Ο Edward Lear & ΤΑ ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ

Για τον Lear

Dr. Anthony Stevens, ψυχίατρος και συγγραφέας

Το Μάιο του 2012 η Κέρκυρα γιόρτασε τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Edward Lear (1812-1888). Αν και υπήρξε γνωστός και αγαπητός σε γενιές παιδιών για τα διασκεδαστικά στιχάκια και τις αστείες ρίμες του, όπως «Η Κουκουβάγια και η Γάτα», ο Lear είχε ως κύρια ενασχόληση την τοπιογραφία. Στα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια εποχή που η φωτογραφία και η καρτ ποστάλ δεν είχαν ακόμα γίνει τα πιο προσφιλή μέσα για την αποτύπωση μακρινών τόπων, ο Lear ταξίδεψε με τα πόδια ή καβάλα σε άλογο σε απομακρυσμένες και ανεξερεύνητες γωνιές της Ελλάδας, της Αλβανίας, της Νότιας Ιταλίας και της Μέσης Ανατολής, καθώς και σε άλλα μέρη, αποδίδοντας τα παρθένα ακόμη τοπία σε σχέδια, υδατογραφίες, λιθογραφίες και πίνακες ζωγραφικής. Αγοραστές τους ήταν πλούσιοι πελάτες, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήλπιζαν να δουν ποτέ οι ίδιοι τα τοπία αυτά από κοντά. Επειδή ούτε κι’ εμείς έχουμε πια την ελπίδα να τα δούμε, τα έργα του Lear έχουν σήμερα ακόμη μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι είχαν για τους ανθρώπους της εποχής του.

Από τις 25 Μαΐου έως τις 31 Αυγούστου 2012, μερικά από τα πιο λυρικά έργα του Lear που απεικονίζουν τοπία των νησιών του Ιονίου εκτέθηκαν στο όμορφο κερκυραϊκό Παλάτι των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Η Κέρκυρα, που είχε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Lear και στην οποία επέστρεφε ξανά και ξανά, ήταν γι’ αυτόν ‘παράδεισος’: «κανένα άλλο μέρος του κόσμου» έγραφε «δεν μπορεί να έχει τόση ομορφιά και τόση ποικιλία ομορφιάς». Ο εορτασμός, επομένως, των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του Lear δεν θα μπορούσε να γίνει παρά στο νησί που ο ίδιος τόσο πολύ αγάπησε.

Ο Edward Lear γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1812 στο Holloway, ένα χωριό την εποχή εκείνη στα περίχωρα του Λονδίνου, και ήταν το εικοστό από τα εικοσιένα παιδιά του χρηματιστή Jeremiah Lear και της γυναίκας του, Ann. Εξουθενωμένη από τις γέννες και την ανατροφή τόσων παιδιών, καθώς και από τον πόνο που ένιωθε για το χαμό δεκατριών από αυτά, η μητέρα του Edward αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του, και όταν έγινε τεσσάρων χρονών τον παρέδωσε στη φροντίδα της εικοσιεξάχρονης αδελφής του, Ann, η οποία μετακόμισε μαζί του σε ξεχωριστή κατοικία μακριά από την οικογένεια.

Αν και η Ann αποδείχθηκε στοργική ως δεύτερη μητέρα και παρέμεινε αφοσιωμένη στον Edward για το υπόλοιπο της ζωής της, εκείνος δεν ξεπέρασε ποτέ το τραύμα που ένιωσε ότι του προξένησε η άκαρδη απόρριψη της μητέρας του. Όπως πολλά παιδιά που έχουν βιώσει τη μητρική απόρριψη, ο Edward πίστεψε ότι το φταίξιμο ήταν δικό του και έτσι έμεινε πάντα με την πικρή εντύπωση ότι δεν ήταν ελκυστικός. Η επιμονή του, ως ενήλικας, να κάνει τους ανθρώπους να γελούν με τους χιουμοριστικούς στίχους του και να τους γοητεύει με την τέχνη του μπορεί εν μέρει να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια να αντισταθμίσει αυτά τα τραυματικά συναισθήματα της ασχήμιας.

Η επιμονή του, ως ενήλικας, να κάνει τους ανθρώπους να γελούν με τους χιουμοριστικούς στίχους του και να τους γοητεύει με την τέχνη του μπορεί εν μέρει να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια να αντισταθμίσει αυτά τα τραυματικά συναισθήματα της ασχήμιας. Η Ann έκανε ό,τι μπορούσε για να περιορίσει τη ζημιά και όταν πέθανε το 1862, ο Lear έγραψε: «Ό,τι ήταν πάντα εκείνη για μένα ήταν καλό: – και τι θα είχα γίνει αν δεν είχε γίνει η μητέρα μου δεν τολμώ να το σκεφτώ.» Το μεγαλύτερο δώρο της σε εκείνον ήταν ότι ενθάρρυνε το ταλέντο του στο σχέδιο και τη ζωγραφική.

Αν και υπήρξε φιλάσθενο παιδί – υπέφερε από επιληψία, βρογχίτιδα, άσθμα και κρίσεις οξείας κατάθλιψης – δεν τον έστειλαν ποτέ σε οικοτροφείο και την εκπαίδευσή του ανέλαβε η Ann, που του έμαθε να ζωγραφίζει λουλούδια, πεταλούδες και πουλιά.

Έτσι, γλύτωσε τις συναισθηματικά καταπιεστικές επιπτώσεις ενός δημοσίου σχολείου της βικτωριανής εποχής και αφέθηκε ελεύθερος να αναπτύξει τη φαντασία του στην ποίηση και την τέχνη. Όπως συχνά συμβαίνει με τους δημιουργικούς ανθρώπους, τα προσωπικά προβλήματα του Lear αποτελούσαν τροφή για τα ταλέντα του: σαν τους βαρβάρους του Καβάφη, ήταν μια κάποια λύση. Εκτός από τις συχνές επιληπτικές κρίσεις, για τις οποίες αισθανόταν πάντοτε βαθειά ντροπή, υπέφερε σε όλη του τη ζωή από αυτό που σήμερα θα μπορούσε να διαγνωσθεί ως «διαταραχή δυσμορφίας του σώματος» – μια νοσηρή εμμονή με το φυσικό παρουσιαστικό του (συγκεκριμένα με το μέγεθος της μύτης του) που είχε σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική και συναισθηματική του ανάπτυξη και τον εμπόδιζε να βρει μια αδελφή-ψυχή ανεξαρτήτως φύλου με την οποία θα μπορούσε να μοιραστεί μια σχέση αφοσίωσης και πραγματικής αμοιβαιότητας.

Τα σκωπτικά στιχάκια του διακωμωδούσαν τη σωματική του δυσμορφία: σε μερικά ποιήματα, όπως «To Dong με τη φωτεινή μύτη» ή «Ο Γέροντας που στη μύτη του μπορούσαν να ξεκουραστούν τα περισσότερα πετούμενα», αυτοσαρκαζόταν, βρίσκοντας ανακούφιση από τον πόνο που του προξενούσε η δυσμορφία του. Ήταν σαν να έλεγε στον κόσμο: «Το ξέρω ότι νομίζετε ότι είμαι άσχημος, αλλά τουλάχιστον μπορώ να σας κάνω να γελάτε με την ασχήμια μου και να την κάνω αποδεκτή σε εσάς.» Αυτός ο ‘Γέροντας’ των χιουμοριστικών πεντάστιχων είναι πάντοτε ένας παρίας, αποκλεισμένος από τη συνηθισμένη ροή της ανθρωπότητας εξαιτίας κάποιας σωματικής ιδιαιτερότητας.

Μια κάποια άλλη λύση ήταν τα ταξίδια. Για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, ο Lear βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, περιδιαβαίνοντας από χώρα σε χώρα σε δύσβατους δρόμους και μονοπάτια, σχεδιάζοντας και ζωγραφίζοντας στην πορεία μερικές φορές μέχρι και πέντε ή έξι έργα την ημέρα. Βέβαια, μιας και ήταν επαγγελματίας τοπιογράφος έπρεπε να ταξιδεύει για να βρίσκει καινούρια θέματα, αλλά αυτή η συνεχής δραστηριότητα είχε ένα ψυχαναγκαστικό στοιχείο, σαν να ήταν ο μόνος τρόπος για να βρει γαλήνη και ικανοποίηση. «ΜΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ», έγραφε «εκτός κι’ αν ΔΟΥΛΕΥΩ ΠΑΝΤΑ». Τα ταξίδια βοήθησαν στο να μειωθεί η συχνότητα των επιληπτικών κρίσεων και, εκεί, στις μακρινές του πεζοπορίες μέσα σε υπέροχα τοπία μακριά από τις απαιτήσεις της συμβατικής κοινωνίας, βρήκε την πνευματική θαλπωρή στη σχέση του με τη Μητέρα Φύση, τη μητέρα που δεν μπορούσε να τον απορρίψει ή να τον εγκαταλείψει. Αν πήγαινε στον Παράδεισο, έλεγε, δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τους αγγέλους: “δώστε μου ένα πάρκο, μια όμορφη θάλασσα και ένα λόφο, ένα βουνό και ένα ποτάμι, μια κοιλάδα και ένα κάμπο». Είχε περισσότερη σχέση με αυτά, έγραφε στο ημερολόγιό του, και αυτά μαζί του, παρά με την ανθρωπότητα.

Ως αποτέλεσμα της ενθάρρυνσης που είχε από την Ann στα παιδικά του χρόνια, ο Lear διατήρησε σε όλη του τη ζωή ένα πάθος για τη ζωγραφική εκ του φυσικού. Το ταλέντο του στη λεπτομερή παρατήρηση και την ακριβή απόδοση φανερώθηκε όταν, έφηβος ακόμη, πραγματοποίησε εξαιρετικά σχέδια των παπαγάλων στο Ζωολογικό Κήπο του Regent’s Park.

Οι ικανότητές του αυτές έφτασαν στο απόγειό τους στην τοπογραφική ακρίβεια με την οποία απεικόνισε τα ελληνικά τοπία, αποκαλύπτοντάς τα σε εμάς σήμερα όπως ήταν τότε, πριν την εισβολή του τουρισμού και της ανάπτυξης. Επιπλέον, φιλοτέχνησε τις τοπιογραφίες αυτές με τη ματιά ενός ποιητή, και αποτελεί δείγμα της ιδιοφυίας του το ότι μας δίνει τη δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί της αισθητικής απόλαυσης που ο ίδιος ένιωθε καθώς τις δημιουργούσε. Μέσα από τα έργα που παρουσιάστηκαν σε αυτή την έκθεση, οι επισκέπτες μπόρεσαν να απολαύσουν την απέραντη ομορφιά των νησιών του Ιονίου όπως ο Lear την είδε στα χρόνια της ζωής του.

ΕΚΘΕΣΗ

25/05/2012 - 31/08/2012

Exhibitions | Museum of Asian Art Corfu
Λευκάδα (Santa Maura), 1863. Μολύβι, μελάνι και υδατογραφία σε χαρτί.
Exhibitions | Museum of Asian Art Corfu
Κέρκυρα, 1864. Καφέ μελάνι και υδατογραφία πάνω από μολύβι σε χαρτί.
Exhibitions | Museum of Asian Art Corfu
Η Κέρκυρα από την Ανάληψη, πιθανόν 1856. Λάδι σε χαρτόνι με λευκό υπόστρωμα.
Exhibitions | Museum of Asian Art Corfu
Κέρκυρα, Μοναστήρι Νυμφών, 1856. Μολύβι, σέπια και αραιωμένο μελάνι σε χαρτί.
Logo | Museum of Asian Art Corfu

Δευτέρα έως Κυριακή: 08:30-15:30