Με μεγάλη χαρά υποδεχόμαστε στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας την έκθεση φωτογραφίας του Robert McCabe με θέμα «Ελλάδα – Κίνα: λαοί αρχαίοι, κόσμοι που αλλάζουν». θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την έκθεση αυτή, όσον αφορά τις εικόνες που αναφέρονται στην Ελλάδα: «Το Ελληνικό καλοκαίρι του Robert McCabe» που μας φέρνει στον νου «Το Ελληνικό καλοκαίρι» του Jacques Lacarriere. Ο McCabe δεν έμεινε στο στερεότυπο της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Μέσα από το έργο αυτό ξεπροβάλλει η σύγχρονή του Ελλάδα. Μια Ελλάδα που ο ίδιος αγάπησε ερωτικά. Μια Ελλάδα που αναζήτησε τη στιγμή που ο ίδιος την έψαχνε χωρίς καλά καλά να το ξέρει.
Έξαλλου είναι γνωστός ο συμπτωματικός τρόπος που πρωτοήρθε στην πατρίδα μας.
Η δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν δεκαετίες αλλαγών για τον τόπο μας. Αυτό ίσως ο ίδιος δεν το γνώριζε. Όμως το ένστικτό του επιτακτικά ζητούσε να αποτυπώσει με τον φακό του κάτι που έφευγε για πάντα αλλά και κάτι άλλο που ερχόταν χωρίς ακριβώς να ξέρει τι. Πράγματι η Ελλάδα εκείνης της εποχής κρατούσε για λίγο ακόμη μέσα της όλο το πρώτο μισό του ελληνικού εικοστού αιώνα. Αυτό το καταλαβαίνουμε σήμερα, αποστασιοποιημένοι από το χθες. Γιατί ο πολιτισμός μας από το 1970 και μετά αλλοιώθηκε, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Παγκοσμιοποιήθηκε υπακούοντας, ή αν θέλετε υποκύπτοντας, στα επιτακτικά κελεύσματα και τις σειρήνες του εκσυγχρονισμού.
Τη στιγμή που συνάντησε ο φωτογράφος αυτός τη «δική του» Ελλάδα ήταν αποφασισμένος για εικόνες πρωτότυπες, εικόνες δυνατού ήλιου και σκληρής σκιάς γνήσιου μεσογειακού τοπίου. Τοπία θα τολμούσα να πω νεορεαλιστικού κινηματογράφου, που κατά παράδοξα συμπτωματικό τρόπο τότε γεννιόταν. Οι εικόνες αυτές τον μαγνήτισαν. Δεν ήταν οι εικόνες που μέχρι τότε ήταν οικείες στο μάτι του, δηλαδή εικόνες αστραφτερές, του πλούτου της Αμερικής και της αφθονίας, των μεγάλων αυτοκινήτων και των ουρανοξυστών, που, όμως, κρύβουν τη μοναξιά και τη μελαγχολία των ανθρώπων της όπως ακριβώς παρέστησε στο έργο του ο μεγάλος Αμερικανός ζωγράφος Edward Ηopper. Αντίθετα, οι εικόνες του McCabe δείχνουν με τρόπο απόλυτο την προσπάθεια των απλών καθημερινών ανθρώπων της ελληνικής γης, όχι των αστικών κέντρων, για έξοδο από τη στέρηση των χρόνων του ’40, την ελπίδα και το όραμά τους για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό το αύριο βέβαια το ζήσαμε όλοι μας, ήρθε κι είναι η Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, της ευμάρειας και του πλούτου. Ίσως γίνεται τώρα παρελθόν λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά την ελπίδα και την αισιοδοξία των απλών αυτών ανθρώπων πολύ θα θέλαμε να την ξαναβρούμε. Εικόνες του λαϊκού πολιτισμού μας και ειδικά του Αιγαίου διασώθηκαν χάρη στην έμπνευσή του. Βαφτίσια, μαθητές σχολείων με μπλε ποδιές, σκαμμένα πρόσωπα βιοπαλαιστών, παλιά λεωφορεία, όλα «μπερδεύονται» μέσα στον φακό του αλλά με μια ποιητική διάθεση που ξεπερνάει κατά πολύ την απλή περιέργεια και που δείχνει ένα δημιουργικό άγχος να τα διασώσει όλα στο φιλμ του αλλά και στην καρδιά του.
Γιατί πιστεύω ότι μέσα από το έργο αυτό, παρά το γεγονός ότι έχει φωτογραφίσει και άλλους λαούς και άλλους τόπους, μας αποκαλύπτεται ότι είναι ένας Έλληνας πιο Έλληνας από μας τους ίδιους. Μπορεί την εποχή που τράβηξε αυτές τις φωτογραφίες να μην ήξερε λέξη ελληνική. Όμως ποιος δεν μπορεί να ακούσει τον διάλογο ή μάλλον τους διαλόγους με τα πρόσωπα που αποτύπωσε με τον φακό του. Τα πρόσωπα αφήνονται στον ίδιο τον Robert McCabe. Όχι απλά στη μηχανή του. Σαν από ένστικτο τον εμπιστεύονται προσωπικά. Γι’ αυτό του χαρίζουν πάντα το αυθόρμητο χαμόγελό τους. Τα παιδιά, οι μαθητές, οι αγρότες, οι ναυτικοί, οι νοικοκυρές τού δίνουν έτσι ένα μέρος της ψυχής τους. Μπορούμε ίσως ανάμεσά τους να «δούμε» και να «θυμηθούμε» ο καθένας μας κάποια αγαπημένα μας πρόσωπα που έφυγαν και δεν είναι πια ανάμεσά μας. Γι’ αυτό τον ευχαριστούμε.
Η δεύτερη μεγάλη ενότητα της έκθεσης είναι αφιερωμένη στο φωτογραφικό οδοιπορικό του στην Κίνα. Ο Robert McCabe μας προσφέρει ένα μέρος μόνο από τη συλλογή των φωτογραφιών του που περιγράφουν τον μεγάλο λαό της Ασίας. Οι Κινέζοι τοπιογράφοι ήταν εξοπλισμένοι με τους «τέσσερις θησαυρούς του επαγγέλματος», το πινέλο, τη μελάνη, την πέτρα και το χαρτί, και αποτύπωναν εξιδανικευμένα τοπία. Ο McCabe με την κάμερα και τους φακούς της αποτύπωσε πόλεις, λιμάνια, τοπία και καθημερινούς ανθρώπους σε ένα ρεαλιστικό, διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Έντονες πολύχρωμες πινελιές έρχονται να τονίσουν και να φωτίσουν ένα μονοχρωματικό περιβάλλον των πόλεων, δίνοντάς μας εικόνες με αφοπλιστική απλότητα και ευαισθησία. Και πάλι, οι καθημερινές σκηνές τον σαγηνεύουν. ομάδες ανθρώπων που μιλούν, δουλεύουν, διασκεδάζουν, αιχμαλωτίζονται σιωπηλά μέσα στον φακό του φωτογράφου, που μας μεταφέρει την ποιητική ηρεμία της ζωής τους. Στα τοπία του, η διεισδυτική ματιά του καταφέρνει πάντα να υπαινίσσεται το μεγαλείο της απεραντοσύνης της χώρας. Πάνω απ’ όλα, συγκλονιστικές είναι οι εκφραστικές προσωπογραφίες του.
Είναι βέβαια ευτυχής συγκυρία που ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στους χώρους του Μουσείου και εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του σπουδαίου πολιτισμού της Κίνας από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και τον εικοστό αιώνα.
Μέσα από το φωτογραφικό αυτό πανόραμα που περιγράφει την Ελλάδα και την Κίνα μπορούμε να θαυμάσουμε και να συγκρίνουμε με μοναδικά γοητευτικό τρόπο πτυχές, ομοιότητες και διαφορές των δύο μεγάλων πολιτισμών.
Ευτυχώς, στην πορεία ετούτη δεν είμαστε μόνοι. Για τον λόγο αυτόν απευθύνουμε τις θερμές ευχαριστίες μας σε όλους εκείνους που συνέτειναν καθοριστικά στην υλοποίηση της έκθεσης. Πρώτιστα, στον Robert McCabe που μας στήριξε σε όλα τα στάδια οργάνωσης της έκθεσης. Ευχαριστίες Θερμές στην αρχαιολόγο Κασσιανή Καγκουρίδη, στη συντηρήτρια Μαριλίζα Παολινέλη, στη διακοσμήτρια Έφη Μακροδήμητρα και στην αρχιτέκτονα Ηρώ Αρμένη. Ομοίως στον Θύμιο Πρεσβύτη και στον Θοδωρή Αναγνωστόπουλο, στο λεπτό γούστο των οποίων ο κατάλογος της έκθεσης χρωστά την οριστική μορφή του. ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλουμε στην ιστορικό τέχνης Έβίτα Αράπογλου για την επιστημονική συνεισφορά της. Τέλος, στην Aegean Airlines για την υποστήριξη στις αερομεταφορές της έκθεσης.
Δίχως την πολύτιμη αρωγή όλων αυτών των συνεργατών, τούτο το φιλόδοξο εγχείρημα θα ήταν ανέφικτο.